ποταῷος

ποταῷος
ποτᾱῷος, ῷα, ῷον, [dialect] Dor. for προσηῷος, Theoc.4.33.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποταώος — α, ον, Α (δωρ. τ.) βλ. πρoσηῷος …   Dictionary of Greek

  • προσηώος — και δωρ. τ. ποταῷος, α, ον, Α στραμμένος προς την Ανατολή (α. «καὶ τὸ ποταῷον τὸ Λακίνιον», Θεόκρ. β. «προσηῴους δαίμονες», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * / ποτ (βλ. λ. ποτί) + ἠῷος / ἑῶος (< ἠώς / ἕως «αυγή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”